Σάββατο 25 Απριλίου 2015


Για την ανθολογία διηγημάτων του Stefan Zweig Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Νίκου Ξένιου

Ήθη που προσβάλλουν την καθεστηκυία αντίληψη, συνιστούν αντίστιξη προς τον καλοαρμοσμένο, αισθητικά απαρτιωμένο κόσμο κάποιου ειδυλλιακού θερέτρου της νότιας Ευρώπης, ένα έγκλημα που υφέρπει και η ανθρώπινη σάρκα που πάλλεται, αυτά συνθέτουν τον αιρετικό αφηγηματικό κόσμο του ψυχογράφου Στέφαν Τσβάιχ. Πολύ ενδιαφέρουσα η ανθολόγηση και διευκρινιστική η εισαγωγή της Γιώτας Λαδουγάκου[1] στη συλλογή Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ, των εκδόσεων «Μεταίχμιο». Η μετάφραση της κυρίας Λαγουδάκου είναι λειτουργική, πρωτότυπη και καθιερώνει ένα ιδιόλεκτο αναγνωρίσιμο που προάγει την απόλαυση του κειμένου.
Κοινό σημείο των διηγημάτων που επελέγησαν: μια απονενοημένη, μοιραία επιλογή καθορίζει τον ψυχισμό και επικράτησε στο ακύμαντο τοπίο των αστικών, ανώδυνων επιλογών ενός ηλικιωμένου κυρίου, μιας ηλικιωμένης κυρίας, ενός απωθημένου εραστή.
Σειρά εξομολογήσεων στον –ή από τον– αφηγητή επικαιροποιεί στιγμές του παρελθόντος: για την ακρίβεια, μιαν άδηλη στιγμή, ένα εικοσιτετράωρο στη διάρκεια του οποίου η ανθρώπινη αντίσταση κάμπτεται, το πάθος επικρατεί, μια εικόνα που ανασύρεται από την ταραγμένη συνείδηση καταλύει τα δεδομένα του ψυχικού κόσμου του αφηγητή. Από στόμα σε στόμα, υπό μορφήν διηγήσεων κυρίως, ως μνήμη που διέλαθε του χρόνου και ανασύρεται ακραιφνής και ακίβδηλη, ώστε, εν μέσω μιας κρίσης ειλικρινείας, να μετατραπεί σε σύντομη αφήγηση. Κοινό σημείο των διηγημάτων που επελέγησαν: μια απονενοημένη, μοιραία επιλογή καθορίζει τον ψυχισμό και επικράτησε στο ακύμαντο τοπίο των αστικών, ανώδυνων επιλογών ενός ηλικιωμένου κυρίου, μιας ηλικιωμένης κυρίας, ενός απωθημένου εραστή.
«Ενδημική εν Μαλαισία νόσος»
Ένας γερμανός γιατρός τρέφει την ψευδαίσθηση πως θα φέρει τα μηνύματα του ανθρωπισμού στη Μαλαισία, στους κύκλους των αποικιοκρατών, αλλά βυθίζεται στη λήθη των τροπικών και στους πυρετούς της Ασίας. Τότε, έχοντας χάσει επαφή με το λευκό γυναικείο δέρμα, καλείται αίφνης να διασώσει μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής από το όνειδος: η γυναίκα πρέπει επειγόντως να κάνει έκτρωση, όμως στη συνείδηση του αφηγητή/πρωταγωνιστή παλεύει η επαγγελματική ευσυνειδησία με τη λαγνεία του έρωτα και με ένα ιδιότυπο παιχνίδι πάλης ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Αυτό τιτλοφορείται με τον γενικευτικό όρο «αμόκ»[2], που στα χρόνια του Μεσοπολέμου περιγραφόταν ως «είδος λύσσης και παραφροσύνης που οδηγεί σε ανατριχιαστικά εγκλήματα, δι' ερωτικούς λόγους». Η ιδιότυπης υφής, ξαφνική, ανεξήγητη μανία ενός ανθρώπου εναντίον οποιουδήποτε βρεθεί μπροστά του στην κουλτούρα της Μαλαισίας συνδέεται με την πεποίθηση ότι ένας κακός δαίμων τρελαίνει και τον πιο εχέφρονα άνθρωπο, όταν χάνει τον εαυτό του. Το κοινωνικό περιβάλλον παρίσταται ως ολέθριο για την ανθρώπινη συνείδηση και η ελευθερία είναι φάσμα που κανείς δεν αγγίζει, ενώ μια σειρά συμβάσεων καθωσπρεπισμού και διατήρησης της κοινωνικής «εικόνας» συνθλίβει τη γυναίκα του διηγήματος και την οδηγεί στον θάνατο. Ο καταθλιπτικός Τσβάιχ καταγράφει την ορμή αυτής της σφοδρής ψυχικής απόδρασης και προοιωνίζεται τη δική του, προσωπική απόδραση μέσω της αυτοκτονίας[3].
Συνομιλώντας με την ψυχανάλυση
Στο διήγημα «Λεπορέλα», μεταξύ άλλων, κυριαρχεί μια υπαρξιστική αναζήτηση ανάλογη με εκείνην των ταινιών του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: η αποστεωμένη, στεγνωμένη, ερωτικά στερημένη φυσιογνωμία της τυρολέζας επαρχιώτισσας πρωταγωνίστριας διαμορφώνεται, με το έναυσμα της επαφής με τον εργοδότη της στην πόλη, σε γυναίκα με ζωτικούς χυμούς και με ερωτισμό. Οι άλλες γυναίκες είναι ανταγωνίστριες, οι συνθήκες δεν την ευνοούν, όμως ευκαιρίας δοθείσης θα μετασχηματιστεί σε αδηφάγο τέρας διεκδίκησης, που θα φτάσει ως τον φόνο. Ο φόνος υποφώσκει ως φάσμα, χωρίς ποτέ να ομολογείται ή να διαπιστούται, πράγμα που προσδίδει στη νουβέλα ατμόσφαιρα θρίλερ. Η «Λεπορέλα» μετατρέπεται σε έμπιστη, άδηλη συνεργό, συνυπογράφοντας στον ματσισμό του αφεντικού της. Τηρεί όμως πάντα τις αποστάσεις ασφαλείας επιδεικνύοντας χριστιανική αυταπάρνηση, που θα φτάσει στην αυτοακύρωση, στην πεισιθάνατη διάθεση και στην αυτοκτονία.
Mοιάζει σαν ο συγγραφέας να γράφει σχόλιο για την γραφή την ίδια, προεικονίζοντας ένα μοντερνισμό στη γραφή αλλά και κρατώντας νοσταλγικούς συνδέσμους με τις αφηγηματικές τεχνικές του παρελθόντος.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του έχουν οξυμμένη την αίσθηση της αξιοπρεπείας, και είναι σε θέση να ομολογήσουν τις μύχιες επιθυμίες τους μόνο με την προϋπόθεση της εκμυστήρευσης και του εχέμυθου που ο συγγραφέας επιφυλάσσει για τον εαυτό του. Για τον Τσβάιχ «η αίσθηση του καθήκοντος έχει όρια... εκεί όπου κανείς δεν μπορεί πια, δεν έχει τη δύναμη να το εκπληρώσει... εκεί είναι τα όριά του...». Με άλλα λόγια, τα όρια αυτά θραύονται ποιητική αδεία και ο συγγραφέας που γνώρισε τον Σίγκμουντ Φρόιντ κι επηρεάστηκε απ’ αυτόν– παίρνει το ελεύθερο να προσδώσει στους κάπως γηρασμένους αφηγητές του τα χαρακτηριστικά της νεότητας για όσο διαρκεί η ανάμνησή τους. Στην «Καλοκαιρινή νουβέλα», στη γραφική λίμνη του Κόμο, θα διαδραματισθεί μια ιστορία εξαπάτησης μέσω αλληλογραφίας. Η ιστορία θα ξεκινήσει με όλα της τα δυνάμει γνωρίσματα, όμως δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ: μοιάζει σαν ο συγγραφέας να γράφει σχόλιο για την γραφή την ίδια, προεικονίζοντας τον μοντερνισμό αλλά και κρατώντας νοσταλγικούς συνδέσμους με τις αφηγηματικές τεχνικές του παρελθόντος. Είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς το διήγημα αυτό, ώστε να διακρίνει τις πιθανότητες άντλησης ενδιαφέροντος από τα πρόσωπα που εμπλέκονται. Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η ευαισθησία με την οποία ο επίδοξος συγγραφέας του κειμένου κρατά αποστάσεις λεπτότητας από τον άμεσα θιγόμενο, τον γέροντα που ακραγγίζει τον έρωτα αλλά δεν είναι σε θέση να τον βιώσει. Οι εικόνες της νεότητας κάνουν χαρακτηριστική αντίστιξη προς την παραίτηση της τρίτης ηλικίας και ο Τσβάιχ εμμένει στη διατήρηση της ψυχικής νεότητας. Παράλληλα διακρίνει, με άκρως πεσιμιστικό τρόπο, την ολέθρια επίπτωση του έρωτα στα γηρατειά.
alt
   Ο Stefan Zweig
Συγγραφέας της Mitteleuropa
Στο διήγημα «Τα ξεχασμένα όνειρα» μια γυναίκα κλείνει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν, απομυθοποιώντας τη μυθευμένη εικόνα που είχε γι’ αυτήν ένας άντρας. Στη «Γκουβερνάντα» η οπτική γωνία των κοριτσιών αναδεικνύεται σε στυγερό προάγγελο ενός μέλλοντος χωρίς ελπίδα, χωρίς μεταφυσική ή άλλη στέγαση, χωρίς οικογενειακή εστία, ενώ η αδικία κυριαρχεί με απόλυτα πεσιμιστικό τρόπο. Στο «Χρέος που ξεπληρώθηκε αργά» η επιστολή μιας γυναίκας στην καλύτερή της φίλη αποκαθιστά μιαν εκκρεμότητα κοριτσίστικης εξιδανίκευσης του παρελθόντος στις σωστές της διαστάσεις, ενώ ο πανδαμάτωρ χρόνος αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο. Κυριολεκτικό «αμόκ» καταλαμβάνει τον συγγραφέα, και αυτή είναι η κυρίαρχη διάθεσή του καθώς προβάλλει τα στοιχεία της παρακμής και της κατάρρευσης ως ρομαντικό σκηνικό μέσα στο οποίο θα διεκδραματισθεί η απόφαση του ήρωα –ή της ηρωίδας– να συνεχίσει να ζει, κι ας είναι η ζωή του αφόρητο άχθος. Ο βαθύτερος λόγος είναι η σταδιακή διαπίστωσή του ότι η Ευρώπη «τελειώνει», όπως φαίνεται στο «Χρονικό μιας κατάρρευσης»: «σκοτάδι και ασαφή περιγράμματα» σωματοποιούνται και, σε ένα παρακμιακό σκηνικό «charmant dans les bagatelles»[4], καταγράφονται στα στάδια παιγνιώδους αυτοκαταστροφής της ηρωίδας, θηλυκής εκδοχής του Ντόριαν Γκρέι.
Η λεκτική κοσμιότητα αναδεικνύεται, στον Τσβάιχ, ο καλύτερος πρέσβυς μιας συγκεκαλυμμένης ελευθεριότητας ηθών, που όμως γίνεται αντικείμενο ανθρωποκεντρικής εστίασης και συμπάθειας του συγγραφέα και καθιερώνει «αντιήρωες» της καθημερινότητας στο σκηνικό μιας παρακμάζουσας Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τη λογοτεχνία του, που ποτέ δεν παλιώνει στην ουσία της[5]. Το 1942, λίγο μετά τη δημοσίευση της «Σκακιστικής νουβέλας», ο συγγραφέας αυτοκτονεί: «Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι», έγραφε το σημείωμα που άφησε πίσω του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Η Γιώτα Λαγουδάκου έχει, μεταξύ άλλων, μεταφράσει, για λογαριασμό του «Μεταίχμιου», το Ταξίδι στο παρελθόν, μια από τις νουβέλες του Τσβάιχ που βρέθηκαν το 1942 στα κατάλοιπά του.
[2] Το Αμόκ έχει εκδοθεί ξανά στην Ελλάδα, ενώ έχει μεταφραστεί και από τη Μαρία Αγγελίδου για λογαριασμό των εκδόσεων «Άγρα».
[3] Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του L. Stern για τον Τσβάιχ: «Όπως και για τα πρόσωπά του, έτσι και σ' αυτόν ο θάνατος του έγινε ένα θεραπευτικό μέσο που η ζωή έχει πάντοτε στη διάθεσή της και μία μέρα, κουρασμένος από τα αιώνια γιατροσόφια, θα καταφύγει σ' αυτόν με τον φυσικότερο τρόπο που υπάρχει στον κόσμο».
[4] Voltaire, De prie, A Madame la Marquise.
[5] Ο Τζορτζ Πρόχνικ, με αφορμή τη δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του Τσβάιχ Ο κόσμος του χθες, είχε δηλώσει στους «New York Times» πως το ενδιαφέρον για τον συγγραφέα της Mitteleuropa (Κεντρικής Ευρώπης) αυξάνει στον αγγλοσαξονικό χώρο.
altΟ ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ
Εννέα ιστορίες
Stefan Zweig
Μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 400, τιμή εκδότη € 16,60








πηγη

Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας.......  κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους 


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Η ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στηρίξτε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ ε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ 

ΠΗΓΗ


Ο Κώστας Μητρόπουλος σατιρίζει την επικαιρότητα στα Νέα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης